- ἄσαιμι
- ἄ̱σαιμι , ἄω 3satiateaor opt act 1st sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ᾄσαιμι — ἀείδω il.Parv.. aor opt act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτέμνω — ΜΑ, και ιων. και επικ. τ. προτάμνω Α [τέμνω] 1. κόβω κάτι εκ τών προτέρων σε κομμάτια και τό θέτω μπροστά από κάποιον («πρίν γ ὅτε δή σ ἐπ ἐμοῑσιν ἐγὼ γούνεσσι καθίσσας, ὄψου τ ἄσαιμι προταμών», Ομ. Ιλ.) 2. αποκόπτω («κορμὸν ἐκ ῥίζης προταμών»,… … Dictionary of Greek
ἀνιάσαιμι — ἀνιά̱σαιμι , ἀνιάω grieve aor opt act 1st sg (attic doric) ἀνῑάσαιμι , ἀνιάζω grieve aor opt act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)